- αταλόψυχος
- ἀταλόψυχος, -ον (Μ) [αταλός]αυτός που έχει τρυφερή ψυχή, ευαίσθητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀταλόψυχος — ἀταλόψῡχος , ἀταλόψυχος soft hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλοψύχοις — ἀταλοψύ̱χοις , ἀταλόψυχος soft hearted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)